- προσνεύειν
- προσνεύωinclinepres inf act (attic epic)προσνεύωinclinepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Проснейзис — (προσνεύειν кивать) гипотетическое колебание линии апсид, принятое Птолемеем в его теории Луны для объяснения некоторых неувязок теории с наблюдениями … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
προσνεύω — ΝΑ [νεύω] (αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω αρχ. 1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου 2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση 3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω 4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν… … Dictionary of Greek